- λεοντ(ο)-
- (AM λεοντ[ο]-)α' συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ-) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β' συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά όμοια με τού λιονταριού (πρβλ. λεοντόκαρδος, λεοντόμορφος, λεοντοπίθηκος).Λέξεις με α' συνθετικό λεοντ(ο)-: λεοντοειδής, λεοντοκεφαλή, λεοντοκέφαλος, λεοντόμορφος, λεοντοπόδιον, λεοντόψυχοςαρχ.λεοντάγχης, λεοντοβάμων, λεοντόβασις, λεοντόβοτος, λεοντοβότος, λεοντόβρωτος, λεοντοδάμας, λεοντοδέρης, λεοντόδιφρος, λεοντοκόμος, λεοντόκρανον, λεοντόκρουνον, λεοντομάχας, λεοντομάχος, λεοντομιγής, λεοντομύρμηξ, λεοντοπέταλον, λεοντοπίθηκος, λεοντόπους, λεοντοπρόσωπος, λεοντοτροφία, λεοντούχος, λεοντοφόρος, λεοντοφυής, λεοντόχασμα, λεοντόχλαινος, λεοντόχορτος, λεοντόχρουςαρχ.-μσν.λεοντοφόνοςμσν.λεονταγωγός, λεονταχάτης, λεοντόγνωμος, λεοντοκάρδιος, λεοντόπαρδος, λεοντόπουλον, λεοντόστηθος, λεοντώνυμοςμσν.- νεοελλ.λεοντόθυμοςνεοελλ.λεοντόδους, λεοντόκαρδος, λεοντόκηβος.
Dictionary of Greek. 2013.